Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τῆς πραγματείας

См. также в других словарях:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Hipparque (astronome) — Pour les articles homonymes, voir Hipparque. Hipparque Naissance 190 Nicée …   Wikipédia en Français

  • Hipparque de Nicée — Hipparque (astronome) Pour les articles homonymes, voir Hipparque. Hipparque Naissance …   Wikipédia en Français

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • Λουκρήτιος — (Titus Lucretius Carus, Καμπανία 99; – 55 π.Χ.). Λατίνος ποιητής, συγγραφέας του εξάτομου ποιήματος Περί της φύσης των πραγμάτων (De rerum naturae). Σύμφωνα με μία πληροφορία που παραδίδει ο άγιος Ιερώνυμος, ο Λ. παραφρόνησε εξαιτίας ενός… …   Dictionary of Greek

  • Βάλα, Λορέντσο — (Lorenzo Valla, Ρώμη 1407 – 1457). Ιταλός ουμανιστής. Από το 1429 έως το 1431 δίδαξε ρητορική στην Παβία. Το 1437 εγκαταστάθηκε στη Νάπολη ως γραμματέας του βασιλιά Αλφόνσου της Αραγονίας και το 1448 επέστρεψε οριστικά στη Ρώμη. Ο Β. είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • Δημητρίου — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Ήπειρο και πήρε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις. Σκοτώθηκε στο Μεσολόγγι. 2. Απόστολος. Καταγόταν από την Αμβρακία και πολέμησε υπό τις διαταγές του Πανουργιά και του Δημητρίου …   Dictionary of Greek

  • Ηρωδιανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Δάσκαλος της ρητορικής (2ος αι. π.Χ.). Ήταν συγγραφέας της πραγματείας Περί σχημάτων. Το έργο εκδόθηκε από τον Σπένγκελ στη συλλογή Έλληνες ρήτορες, χωρισμένο σε τρία άνισα μέρη. Στο πρώτο γίνεται λόγος για τα εν… …   Dictionary of Greek

  • Μένιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κυνικός φιλόσοφος (3ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τα Γάδαρα της Παλαιστίνης (το σημερινό Ουμ Κάις της Ιορδανίας) και ήταν γνωστός ως ο ιδρυτής ενός νέου φιλολογικού είδους, της μενίππειας σάτιρας. Το έργο του βρήκε… …   Dictionary of Greek

  • Αλντροβάντι, Οδυσσέας — (Ulisse Aldrovandi, Μπολόνια 1522 – 1605). Ιταλός γιατρός, φυσιοδίφης και φιλόσοφος. Καθηγητής της φυσικής ιστορίας και της λογικής στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του, ίδρυσε μουσείο που υπάρχει μέχρι σήμερα, με αποδεκατισμένες όμως τις συλλογές …   Dictionary of Greek

  • ιδίωμα — το (ΑΜ ἰδίωμα) [ιδιούμαι] 1. καθετί που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου, η ιδιότητα 2. επιμέρους διάλεκτος, υποκατηγορία διαλέκτου («η επτανησιακή διάλεκτος περιλαμβάνει το ιδίωμα τής Ζακύνθου, το ιδίωμα τής Κέρκυρας κ.λπ.»)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»